- ινίδιο
- το [ίνα (Ι)]μικρή ίνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυϊκό ινίδιο — Ντελικάτη, κυλινδρική κλωστή, που είναι το βασικό συστατικό στοιχείο της μυϊκής ίνας … Dictionary of Greek
νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
ινιδώδης — ες αυτός που αποτελείται από λεπτότατα ινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινίδιο + ώδης (πρβλ. ιν ώδης, νευρ ώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεωργ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
νευρινίδιο — το συν. στον πληθ. τα νευρινίδια ανατ. ονομασία που δίνεται στα ινίδια τα οποία περιέχονται στον νευρώνα με τις αποφυάδες του και αποτελούν την υφή τού πρωτοπλάσματος τού νευρικού κυττάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + ινίδιο] … Dictionary of Greek
σαρκομερίδιο — το, Ν βιολ. καθένα από την σειρά τμημάτων που συναποτελούν το μυϊκό ινίδιο, το οποίο αντιπροσωπεύει την μορφολογική και λειτουργική συσταλτική μονάδα τού γραμμωτού μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcomere (< σάρκα + μέρος)] … Dictionary of Greek